λευκάνθεμον

λευκάνθεμον
λευκάνθεμον
white-flower
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λευκανθέμου — λευκάνθεμον white flower neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκάνθεμο — Ονομασία διαφόρων άγριων ή καλλιεργούμενων φυτών. Βλ. λ. μαργαρίτα. * * * το (Α λευκάνθεμον) βοτ. ονομασία διαφόρων φυτικών ειδών τού αρχαίου γένους ανθεμίς, που, σύμφωνα με τη σημερινή κατάταξη, ανήκουν στην οικογένεια σύνθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • λευκανθεμίς — λευκανθεμίς, ίδος, ἡ (Α) [λευκάνθεμον] το λευκάνθεμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”